-
1 лишение
η στέρηση, η απώλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лишение
-
2 лишить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шеюρ.σ.μ.στερώ, αποστερώ αφαιρώ•лишить свободы στερώ της ελευθερίας•
лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
-возможности στερώ της δυνατότητας•
лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•
лишить наследства αποκληρώνω•
лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.
εκφρ.лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).στερούμαι, χάνω•лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•
лишить разума χάνω το λογικό•
чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•
доверия χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ). -
3 маяк
-а α.1. φάρος•александрийский маяк ο φάρος της Αλεξάνδρειας.
2. μτφ. σύμβολο• κέντρο• μεγάλων ιδεωδών•маяк свободы φάρος της ελευθερίας•
маяк мысли, культуры κέντρο σκέψης, πολιτισμού.
-
4 поборник
-а α.-ница, -ы θ.υπερασπιστής, -ίστρια, προασπιστής, πρόμαχος, υπέρμαχος•поборник мира и свободы υπερασπιστής της ειρήνης και της ελευθερίας.
-
5 глушитель
-я α.1. (τεχ.) σιγαστήρας, σιλανσιέ.2. βλ. демфер.3. μτφ. πνίχτης, στραγγαλιστής•глушитель свободы στραγγαλιστής της ελευθερίας•
глушитель просвещения φωτοσβέστης.
-
6 незаконный
επ., βρ: -онен, -онна, -онно; παράνομος, έκνομος, άνομος, εκτός νόμουнезаконныйые действия παράνομες ενέργειες•-ое лишение свободы παράνομη στέρηση της ελευθερίας.
|| αντικανονικός νεφάριος• νόθος•незаконный брак παράνομος γάμος•
незаконный ребёнок νόθο τέκνο.
|| ανώμαλος, μη σωστός, αυθαίρετος, παρά τα καθιερωμένα. -
7 товарищ
-а α.1. σύντροφος•фронтовой товарищ συμπολεμιστής•
товарищ по оружию συστρατιώτης ή συμμαχητής•
школьные -и οι μαθητές του ίδιου σχολείου•
попутный товарищ συνοδοιπόρος•
детства παιδικός φίλος•
взять кого себе в товарищ προσεταιρίζομαι κάποιον.
2. μέλος της αυτής οργάνωσης ή κόμματος• εταίρος•всетоварищи здесь? товарищ одного -а нет όλοι οι σύντροφοι είναι παρόντες; товарищ ένας σύντροφος λείπει.
3. προσηγορία μεταξύ σοβιετικών πολιτών μετε-παναστατικά, αντί του κύριος•, скажите, пожалуйста, как попасть на Площадь «Свободы»? σύντροφε, πέστε μου, σας παρακαλώ, πως να πάω για την πλατεία «Ελευθερίας»; || συνάδελφος•товарищ по работе, по службе συνάδελφος (από τη δουλειά ή υπηρεσία).
4. παλ. αντικαταστάτης•товарищ прокурора ο αντεισαγγελέας•
товарищ министра ο υφυπουργός•
товарищ председателя ο αντιπρόεδρος.
εκφρ.товарищ по несчастью – ο ομοιοπαθής.
См. также в других словарях:
ЗАКОН МОИСЕЕВ — [евр. греч. νόμος Μωυσέως], сообщенный Богом прор. Моисею свод предписаний и постановлений, регулирующий религ. и общественную жизнь народа Израиля и отдельных его членов. В ранних иудейской и христ. традициях и в церковной науке существует также … Православная энциклопедия
Томопулос, Томас — Томас Томопулос греч. Θωμάς Θωμόπουλος … Википедия